προσοφθαλμιῶν

προσοφθαλμιῶν
προσοφθαλμιάω
look with aching eyes at
pres part act masc voc sg
προσοφθαλμιάω
look with aching eyes at
pres part act neut nom/voc/acc sg
προσοφθαλμιάω
look with aching eyes at
pres part act masc nom sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δίοπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… …   Dictionary of Greek

  • διόπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… …   Dictionary of Greek

  • προσοφθάλμιος — Οπτικό σύστημα, που παρέχει ένα φανταστικό είδωλο (το οποίο μπορεί να παρατηρηθεί από τον οφθαλμό) του ειδώλου που προέρχεται από έναν αντικειμενικό φακό. Αποτελεί βασικό τμήμα διαφόρων οπτικών οργάνων (διόπτρα, μικροσκόπιο). Ο π. ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • στερεοσκόπιο — Οπτική συσκευή ικανή να δώσει στον παρατηρητή την εντύπωση του ανάγλυφου, καθώς κοιτά δύο επίπεδες εικόνες, αντίστοιχες με τις εικόνες του αντικείμενου, οι οποίες σχηματίζονται στα δύο μάτια (το ζεύγος αυτών των εικόνων καλείται στερεοσκοπικό).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”